agudizarse - ορισμός. Τι είναι το agudizarse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι agudizarse - ορισμός


agudizarse      
Palabras Relacionadas
agudizado      
Sinónimos
adjetivo
Palabras Relacionadas
agudizar      
agudizar
1 tr. y prnl. Hacer[se] aguda cierta cosa: "Agudizarse los sentidos".
2 Aumentar la gravedad de algo: "La crisis se agudiza". *Agravar[se], exacerbar[se], recrudecer[se].
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για agudizarse
1. Aseguran que la tendencia podría agudizarse en 2006.
2. Jerusalén.– La protesta contra la retirada israelí de la Franja de Gaza no ha terminado, sino que está por agudizarse.
3. Existe el temor de que los choques puedan agudizarse porque a Namu han llegado miembros de la etnia «pan» procedentes de poblaciones vecinas.
4. Como antesala a este paro nacional, se ha registrado una cuarta noche de enfrentamientos desde que el pasado sábado el joven Grigoropulos murió tras el disparo en el tórax de un policía, y las protestas no hacen más que agudizarse.
5. A pesar de la ocasión festiva, el acto del MNAC estuvo marcado por una tensión latente, que pareció agudizarse durante las intervenciones que, excluidas algunas frases de agradecimiento, fueron realizadas rigurosamente en catalán.
Τι είναι agudizarse - ορισμός